- αριστητής
- ἀριστητής, ο (Α)αυτός που τρώγει περισσότερα από ένα πλήρη γεύματα την ημέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ < άριστον «πρόγευμα ή γεύμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀριστηταῖς — ἀριστητής one who breakfasts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστηταί — ἀριστητής one who breakfasts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστητῶν — ἀριστητής one who breakfasts masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)